Συνάδελφοι, συναδέλφισσες

Η κυβέρνηση έφερε με τον ν. 4940/2022 τη «νέα» αξιολόγηση, την οποία χαρακτηρίζει «μεταρρύθμιση – τομή», καθώς - όπως λέει - θα οδηγήσει στη «βελτίωση της λειτουργίας των υπηρεσιών και φορέων του δημόσιου τομέα» (άρθρο 1) και στην επιβράβευση των «παραγωγικών» Δημοσίων Υπαλλήλων με μπόνους, το οποίο θα φτάνει μέχρι και το 15% του μισθού τους (άρθρο 23). Είναι όμως τα πράγματα έτσι;

Η «νέα» αξιολόγηση της κυβέρνησης της ΝΔ (ν.4940/2022) κινείται στην ίδια κατεύθυνση με την προηγούμενη, αυτή της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ (ν.4369/2016), που αποτελούσε δέσμευση και προαπαιτούμενο του τρίτου μνημονίου, το οποίο μαζί ψήφισαν. Πρόκειται για έναν μηχανισμό που στοχεύει στη διάσπαση των εργαζομένων, στη χειραγώγηση και την υποταγή τους, στην απαρέγκλιτη προώθηση υλοποίησης της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής, μέσα και από την επιβράβευση όσων δείχνουν υπερβάλλοντα ζήλο. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα αναφέρονται στο άρθρο 23: «το σύστημα κινήτρων και ανταμοιβής εφαρμόζεται στους υπαλλήλους που υλοποιούν συγκεκριμένους στόχους του Ενοποιημένου Σχεδίου Κυβερνητικής Πολιτικής», στόχοι οι οποίοι σύμφωνα με το άρθρο 9 τίθενται από τους καθ’ ύλην αρμόδιους Υπουργούς και τα όργανα Διοίκησης κάθε φορέα έως τις 20 Δεκέμβρη κάθε χρόνου και κατανέμονται στη συνέχεια στις υπηρεσίες έως τις 15 Ιανουαρίου του επόμενου έτους.

Η κυβέρνηση για να καταφέρει να «καταπιούν» οι εργαζόμενοι πιο εύκολα την αξιολόγηση και ιδίως την συμμετοχή τους στη στοχοθεσία του φορέα:

- Θέτει τρεις ομάδες «στοιχείων» προς αξιολόγηση, αυτών της «επίτευξης στόχων», της «αποτύπωσης δεξιοτήτων» και του λεγόμενου «σφυγμού της ομάδας», δηλαδή της «αποτύπωσης της γνώμης των άμεσα ιεραρχικά υφισταμένων υπαλλήλων της οργανικής μονάδας, της οποίας προΐσταται ο αξιολογητής τους για τον τρόπο λειτουργίας και διοίκησης της οργανικής μονάδας, καθώς και τις σχέσεις και τη συνεργασία μεταξύ των μελών αυτής». Προσπαθεί μέσω του «σφυγμού της ομάδας» να πείσει τους υπαλλήλους ότι η γνώμη τους μετράει, ότι κι αυτοί έχουν στα χέρια τους το «όπλο» της αξιολόγησης. Ωστόσο, ακόμα και σύμφωνα με το άρθρο 11, αυτό το «στοιχείο» συμμετέχει ασήμαντα και μόνο κατά το 10% στη συνολική (στο άθροισμα) βαθμολογία του αξιολογούμενου προϊσταμένου, σε αντίθεση με το στοιχείο της «επίτευξης στόχων», που συμμετέχει κατά (50%).

- Προβλέπει βαθμολογία μόνο για τους προϊσταμένους – αξιολογητές. Με αυτό τον τρόπο, δημιουργεί ένα ιδιαίτερα ασφυκτικό πλαίσιο γι’ αυτούς, τους καθιστά υπεύθυνους για την υλοποίηση της στοχοθεσίας.  Από την άλλη, για τους υπαλλήλους, η έκθεση αξιολόγησης περνάει μέσα από «την υλοποίηση των δράσεων του Σχεδίου Ανάπτυξης» και περιλαμβάνει την υποχρεωτική επιλογή τριών (3) δεξιοτήτων προς ανάπτυξη. Μέσα από το «Περιεχόμενο του Ενιαίου Πλαισίου Δεξιοτήτων» (άρθρο 4) και τις βαρύγδουπες έννοιες «προσανατολισμό στον πολίτη», «προσανατολισμό στο αποτέλεσμα», «επίλυση προβλημάτων» γίνεται προσπάθεια να φορτώσουν στους εργαζόμενους όλες τις αντιλαϊκές επιλογές του αστικού κράτους, με τις οποίες ταλαιπωρούνται οι πολίτες των λαϊκών στρωμάτων, που συναλλάσσονται, να τους δείχνουν ως συνυπεύθυνους και συνένοχους για όλα τα προβλήματα των δημοσίων υπηρεσιών. Ταυτόχρονα, άλλες «δεξιότητες» (π.χ. «ομαδικότητα», «προσαρμοστικότητα», «ηγετικότητα» κτλ), οι οποίες είναι «αφηρημένες» και μη μετρήσιμες, θα δικαιολογούν αυτό που θέτουν τα άρθρα 10 (αξιολόγηση προϊσταμένου) και 12 (αξιολόγηση υπαλλήλου), ότι «η έκθεση αξιολόγησης υπαλλήλου περιλαμβάνει: α) την υποχρεωτική επιλογή τριών (3) δεξιοτήτων προς ανάπτυξη και μίας (1) έως τριών (3) αναπτυγμένων δεξιοτήτων», δηλαδή την αέναη υποχρεωτική εναλλαγή δεξιοτήτων στις οποίες οι υπάλληλοι άλλοτε είναι ανεπαρκείς, υστερούν και απαιτείται ανάπτυξή τους και άλλοτε όχι. Εξάλλου ποιος μπορεί να θεωρήσει αδικαιολόγητες τις επιφυλάξεις που έχουν οι εργαζόμενοι του Δημοσίου για ζητήματα που σχετίζονται με την υποκειμενική κρίση του προϊσταμένου, καθώς αυτή σχετίζεται με ένα μεγάλο φάσμα σχέσεων που δημιουργούνται σε έναν εργασιακό χώρο μεταξύ των προϊσταμένων και των υφισταμένων;

Όσο για τους στόχους, όπως ο «χρόνος διεκπεραίωσης των υποθέσεων», η «ποσότητα εκροής» κτλ, αυτοί συνδέονται με την γραφειοκρατική λειτουργία των υπηρεσιών, την προώθηση σε θέσεις ευθύνης των ημετέρων, την διαμόρφωση ενός διοικητικού δίκαιου, όπου το εργοδοτικό και διευθυντικό δικαίωμα είναι πανίσχυρο.

- Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι οι ρυθμίσεις της για την «αξιολόγηση» δεν έχουν τιμωρητικό χαρακτήρα. Πρέπει να μας προβληματίσουν τα εξής:

  • · Σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 2, η κακή βαθμολόγηση του υπαλλήλου από τον αξιολογητή του επιφέρει την παραπομπή του αξιολογούμενου στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ώστε να συμπεριληφθεί στους «Πίνακες μη προακτέων», που σύμφωνα με τον αντιδραστικό υπαλληλικό κώδικα είναι οι υπάλληλοι που «δεν πληρούν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις να ασκήσουν τα καθήκοντα του ανώτερου βαθμού».
  • · Σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 2, η κακή βαθμολόγηση του Προϊσταμένου από τον Αξιολογητή του, συνιστά «σοβαρό υπηρεσιακό λόγο απαλλαγής του από τα καθήκοντά του».
  • · Ακόμα και το δικαίωμα της «Ένστασης» είναι «κουτσουρεμένο», αφού οι τυχόν «Ενστάσεις θα εξετάζονται από τις «Επιτροπές Εποπτείας Αξιολόγησης» χωρίς την παρουσία των αιρετών των Υπηρεσιακών Συμβουλίων ή εκπροσώπου του σωματείου του υπαλλήλου. Μάλιστα, οι ενστάσεις θα απορρίπτονται αυτόματα «εάν η Επιτροπή Εποπτείας Αξιολόγησης δεν αποφανθεί εντός αποκλειστικής προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία άσκησής τους» (άρθρα 14 & 15).

Το καθοριστικό όμως για την στάση των εργαζομένων απέναντι στην αξιολόγηση, που εκφράζεται μέσα από τις αποφάσεις των συλλογικών τους οργάνων, είναι το πραγματικό της περιεχόμενο. Είναι το γεγονός ότι η στοχοθεσία που τίθεται και βάσει της οποίας θέλουν να αξιολογούνται οι υπάλληλοι δεν καθορίζεται από τις ανάγκες του λαού για φτηνές και ποιοτικές υπηρεσίες, για ολόπλευρη μόρφωση, υγεία, κοινωνικές παροχές, αλλά από τις ανάγκες των μεγαλοεπιχειρηματιών για εμπορευματοποίηση, ιδιωτικοποίηση κοινωνικών δομών και υπηρεσιών, για ένα κράτος στρατηγείο που θα υπηρετεί με κάθε τρόπο τα κέρδη των λίγων, σε βάρος των αναγκών των πολλών. Και αυτό δεν κρύβεται από τους προωθούμενους «στόχους» «στήριξης της τοπικής κοινωνίας», «εθελοντισμού», «διαμόρφωση πλαισίου κοινωνικής ευθύνης», «περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης» κ.α. που υποκριτικά θέτονται αναφορικά με τον «στόχο» - πυλώνα της «Εσωτερικής οργάνωσης και λειτουργίας της οργανικής μονάδας». Σε αυτό το πλαίσιο,  το ερώτημα εάν οι εργαζόμενοι είναι υπέρ ή κατά της «αξιολόγησης» δεν έχει καμία απολύτως ουσία.

Άρα τίθεται το εξής βασικό ερώτημα: Στόχοι και αποτελεσματική λειτουργία των υπηρεσιών για ποιον; Τι σχέση έχουν οι στόχοι τους με την κάλυψη των λαϊκών αναγκών;

Γνωρίζουμε πολύ καλά τι σημαίνει αξιολόγηση και στα Πανεπιστήμια. Μην ξεχνάμε ότι τα ιδρύματα είναι θετικά αξιολογημένα από την ΕΘΑΕΕ, σύμφωνα με τα κριτήρια της διασύνδεσης με τις επιχειρήσεις, της δυνατότητας να εξασφαλίζουν δικούς τους πόρους, να λειτουργούν και τα ίδια ως επιχειρήσεις. Και αυτή η αξιολόγηση δεν έχει να κάνει ούτε με:

  • Τις σοβαρές ελλείψεις προσωπικού: Πως άραγε μπορούν να εκτελέσουν οι υπηρεσίες και υπάλληλοι των πανεπιστημίων τις αρμοδιότητές τους όταν είναι υποστελεχωμένες κατά 50%; Όταν υπάρχουν Τμήματα με έναν ή και κανέναν υπάλληλο, όταν μεγάλο ποσοστό υπαλλήλων είναι φορτωμένο με τα λεγόμενα «παράλληλα καθήκοντα»;
  • Την επέκταση των ελαστικών σχέσεων εργασίας: Για ποια «αξιολόγηση» μπορεί να μιλήσει κανείς όταν οι υπηρεσίες λειτουργούν με ένα σημαντικό ποσοστό εργαζομένων με ελαστικές σχέσεις εργασίας, πολλών και διαφορετικών μορφών κλπ, που έρχονται να «μπαλώσουν» τις ελλείψεις σε προσωπικό με χτυπημένα δικαιώματα, μέσα στην ανασφάλεια για την ανανέωση της σύμβασης;

Την παράδοση υπηρεσιών και αρμοδιοτήτων στους εργολάβους, όπως στη φύλαξη, την καθαριότητα, κομμάτια άλλων υπηρεσιών.

  • Την παραπέρα λειτουργία των πανεπιστημίων με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, «κόστος της εκροής», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη στοχοθεσία των «παρεχομένων υπηρεσιών της οργανικής μονάδας». Τα Πανεπιστήμια μετατρέπονται σιγά – σιγά σε σουπερμάρκετ εκπαιδευτικών προϊόντων, οι σπουδές υποβαθμίζονται συνεχώς, απομακρύνεται το περιεχόμενο τους από την πρόσβαση των φοιτητών στην ολόπλευρη μόρφωση.
  • Την υποβάθμιση των υποδομών, στην έλλειψη σύγχρονων και ασφαλών υποδομών: Καθημερινά ακούμε για σχολές και ιδρύματα όπου πέφτουν ταβάνια, πέφτουν παράθυρα, πέφτουν φοιτητές γιατί τα αμφιθεάτρα δε χωρούν, για ιδρύματα που πλημμυρίζουν. Λείπουν γιατροί εργασίας, τεχνικοί ασφαλείας, μέτρα υγιεινής και ασφάλειας.
  • Την έλλειψη επαρκούς και ποιοτικής φοιτητικής μέριμνας. Οι ελάχιστες και υποβαθμισμένες φοιτητικές εστίες μόλις και μετά βίας επαρκούν για το 9% των φοιτητών που σπουδάζουν σε άλλη πόλη. Η χρηματοδότηση για τη φοιτητική μέριμνα έχει μειωθεί κατά 69%, μόνο την τελευταία δεκαετία. Τα ιδρύματα προχωρούν στην ανέγερση εστιών μέσω ΣΔΙΤ, με ενοίκια για τους φοιτητές, τα οποία αν δεν πληρώσουν, δεν παίρνουν πτυχίο!

Είναι χαρακτηριστικά τα όσα συνέβαιναν στις σιδηροδρομικές εταιρείες του ΟΣΕ και της Hellenic Train, που εφάρμοζαν συστήματα «αξιολόγησης», αλλά πρότασσαν την κερδοφορία τους κι όχι την ασφάλεια των πολιτών, δεν εκπαίδευαν το προσωπικό τους, λειτουργούσαν με τεράστια υποστελέχωση και χωρίς τον αναγκαίο εξοπλισμό. Αυτές οι εταιρείες είχαν και έχουν «πιστοποιητικά πιστοποίησης», το δε «Επιχειρησιακό Σχέδιο του ΟΣΕ για τα έτη 2022-2025», προχώρησε με τις υπηρεσίες υποβοήθησης εξειδικευμένης ιδιωτικής εταιρείας συμβούλων, ακολουθώντας τις «οδηγίες» και τις «βέλτιστες πρακτικές» της ΕΕ, όπου μόνο το 2021, καταγράφηκαν 1.389 σημαντικά σιδηροδρομικά ατυχήματα, με συνολικά 636 νεκρούς και 513 τραυματίες, εκ των οποίων τα 97 αφορούσαν συγκρούσεις τρένων. Είναι οι ίδιες «αξιολογημένες» εταιρείες που υλοποιώντας την εκάστοτε κυβερνητική πολιτική «επιλέγουν» τα δικά τους παιδιά σε κρίσιμες θέσεις ευθύνης, που βάζουν managers για την υλοποιούν γρήγορα και τεχνοκρατικά. Αυτοί δε οι αξιολογημένοι managers των σιδηροδρομικών εταιρειών «αξιολογούσαν» τον κάθε σταθμάρχη και όλο το προσωπικό και είδαμε τα θανάσιμα αποτελέσματά της.

Επιπρόσθετα, η άμεση σύνδεση της αξιολόγησης με τη μισθολογική εξέλιξη και τον βαθμό επίτευξης στόχων που προωθείται μέσα από το λεγόμενο «σύστημα κινήτρων και ανταμοιβής», θα οδηγήσει στη συρρίκνωση μισθών και συντάξεων, στην εξέλιξη των αρεστών, ενώ ανοίγει ο δρόμος για την εντατικοποίηση της εργασίας, με εργαζόμενους σιωπηλούς και φοβισμένους, που δεν θα σηκώνουν κεφάλι, δεν θα διεκδικούν τα δικαιώματά τους.

Συμπερασματικά, η αξιολόγηση που προωθείται, δεν έχει καμία σχέση με την απαίτηση για υπηρεσίες σύγχρονες και ποιοτικές, που θα καλύπτουν τις ανάγκες του λαού. Οι εργαζόμενοι πρέπει να συμμετέχουμε μαζικά στην απεργία – αποχή από την αξιολόγηση, συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική, να διεκδικήσουμε αυτά που πραγματικά μπορούμε να έχουμε σήμερα.

Η Ομοσπονδία μας συμμετείχε στην στάση εργασίας τη Δευτέρα 3 Απρίλη που προκήρυξε η ΑΔΕΔΥ, ενάντια στις προσφυγές του Ελληνικού Δημοσίου κατά 5 Ομοσπονδιών (ΟΣΥΑΠΕ, ΟΣΕΑΔΕ, ΠΟΣΕΥΓ, ΕΜΔΥΔΑΣ, ΟΣΥΒΕΤ), που έχουν προκηρύξει «απεργία-αποχή» από τις διαδικασίες στοχοθεσίας και αξιολόγησης. Οι αποφάσεις αναμένεται να βγουν την επόμενη εβδομάδα.

Υπενθυμίζουμε ότι η απεργία – αποχή από κάθε διαδικασία στοχοθεσίας και αξιολόγησης που έχει προκηρύξει η ΟΔΠΤΕ παραμένει σε ισχύ.

Καλούμε τους πρωτοβάθμιους Συλλόγους να προγραμματίσουν Γενικές Συνελεύσεις, συσκέψεις, όπου να συζητηθεί όλο το περιεχόμενο της αντιδραστικής αξιολόγησης και να λάβουν και τα ίδια αποφάσεις προκήρυξης «απεργίας-αποχής». Καλούμε τους συναδέλφους να καταθέσουν άμεσα με πρωτόκολλο τις Δηλώσεις  Αποχής από τις διαδικασίες αξιολόγησης, προκειμένου να εκφραστεί και με μαζικά χαρακτηριστικά η άρνηση των εργαζομένων.