Τελευταία Νέα

    Κατ΄ εφαρμογή του Ν. 4369/2016 και ύστερα από την τελευταία ερμηνευτική εγκύκλιο του Υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης, καλούνται οι φορείς του Δημοσίου να προχωρήσουν τις διαδικασίες για την αξιολόγηση των υπαλλήλων τους.

    Επί του θέματος αυτού το Κεντρικό Συμβούλιο της Ομοσπονδίας μας στην τελευταία του συνεδρίαση  στις 27-3-2017, ύστερα από εξαντλητική συζήτηση κατέληξε στα εξής:

    Κατ’ αρχήν σπεύδουμε να τονίσουμε ότι δεν αρνούμαστε την αξιολόγηση αυτή καθ’ αυτή των δημοσίων υπαλλήλων, εφόσον αυτή υπηρετεί την παροχή ποιοτικών υπηρεσιών  προς τους πολίτες και εξαλείφει τις αιτίες που οδηγούν στην υποβάθμιση αυτών των υπηρεσιών και όχι άλλες σκοπιμότητες στο βωμό των κατ’ επιταγήν δεσμεύσεων στο πλαίσιο των μνημονιακών πολιτικών. Θεωρούμε ότι είναι ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα και έχει δημιουργήσει κατά το παρελθόν σοβαρά προβλήματα μεταξύ των συναδέλφων στους χώρους εργασίας, σε σημείο να διασπά τη συνοχή και την συνεργατική-συναδελφική τους σχέση. Από αυτήν την άποψη κρίνουμε ως εξαιρετικής σημασίας το θέμα των διαλαμβανομένων διατάξεων, των στοχεύσεων του, αλλά και της αποσαφήνισης των διαδικασιών, για την κατά το δυνατόν άρτια και αντικειμενική αξιολόγηση των υπαλλήλων.

    Αν και δεν ταυτίζουμε τον εν λόγω νόμο με τον Ν.4250 του κ. Μητσοτάκη, θεωρούμε ότι  προβλέπει μια σειρά πράγματα που τον καθιστούν πολύ προβληματικό, για την ορθή και αντικειμενική εφαρμογή της αξιολόγησης όπως είναι :

    Η μη εφαρμογή του νόμου για τα προαπαιτούμενα και τις προϋποθέσεις για την υλοποίηση του, όπως είναι η στοχοθεσία της οργανικής μονάδας αλλά και του υπαλλήλου με συγκεκριμένο καθηκοντολόγιο για να είναι μετρήσιμη η απόδοση του (άρθρο 22 του νόμου 4369).

    Η σύνδεση της αξιολόγησης με τη χορήγηση μπόνους μισθολογικών κλιμακίων ή στέρηση αυτών, αν υπάρχουν άριστες ή κακές εκθέσεις αντίστοιχα (άρθρο 12 παρ. 1 και 3 του ν. 4354/2011). Απαιτούμε την αποσύνδεση της αξιολόγησης με το μισθολόγιο μας.

    Αξιολόγηση των υπαλλήλων από προϊσταμένους οι οποίοι έχουν ορισθεί με προσωρινή ανάθεση,  χωρίς να έχουν κριθεί από το υπηρεσιακό συμβούλιο. Είναι γενικευμένο το πρόβλημα σε πολλές υπηρεσίες και πέραν αυτού σε πολλές υπηρεσιακές μονάδες δεν υπάρχουν προϊστάμενοι και τα καθήκοντα του προϊσταμένου, εντελώς τυπικά, ασκούν με παράλληλα καθήκοντα προϊστάμενοι άλλων υπηρεσιακών μονάδων. Δεν μπορεί λοιπόν η αξιολόγηση να πραγματοποιηθεί από προϊσταμένους οι οποίοι δεν έχουν κριθεί αλλά επιλέχθηκαν από τις διοικήσεις τους.

    Η αξιολόγηση των προϊστάμενων από υφισταμένους οι οποίοι θα τους κρίνουν ανωνύμως, κρίνουμε ότι είναι μια ρύθμιση έξω από κάθε δεοντολογία. Το γεγονός ότι δεν θα κρίνονται οι προϊστάμενοί από τους υφισταμένους τους εφόσον δεν είναι τρεις τουλάχιστον, γεννά μια ανισότητα σε σχέση με άλλους που έχουν τρεις και περισσότερους υπαλλήλους οι οποίοι θα τους κρίνουν. Με άλλα λόγια αλλού υπάρχει αξιολογική κρίση από τους υφισταμένους και αλλού δεν υπάρχει.

    Στα ιδρύματα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης παρατηρείται το στρεβλό και παράδοξο γεγονός, οι προϊστάμενοί της Γραμματείας των Τμημάτων να αξιολογούνται από τους Προέδρους των Τμημάτων (καθηγητές), οι οποίοι βεβαίως δεν ανήκουν στη διοικητική ιεραρχία-οργανική διάρθρωση του φορέα (άρθρο 15 παρ.1 του ν. 4369) και δεν προβλέπεται εξ αυτού του λόγου η κρίση από αυτούς. Επιπλέον από το γεγονός αυτό αναδεικνύεται ένα άλλο πρόβλημα, ότι δεν υπάρχει δεύτερος αξιολόγητής έτσι ώστε να προκύπτει ο μέσος όρος της αξιολόγησής των δύο αξιολογητών !!!!

    Προβλέπεται η τεκμηρίωση μόνο των βαθμολογιών που είναι άριστες ή κακές και όχι το σύνολο των βαθμολογιών όπως επιβάλλεται να γίνει.

    Λέμε όχι στη διάταξη για τις Ειδικές Επιτροπές Αξιολόγησης που θα λειτουργούν ως παντεπόπτες και θα τίθεται υπό αίρεση η όποια κρίση των αξιολογητών (δεν αναφερόμαστε στο δικαίωμα της ένστασης). Η αξιολόγηση πρέπει να είναι υπόθεση εσωτερική του φορέα που τις διενεργεί).

    Θεωρούμε ως εξαιρετικά κρίσιμα τα παραπάνω σημεία που περιλαμβάνονται στο νόμο  και καλούμε την ηγεσία του Υπουργείου να τα λάβει σοβαρά υπόψη, για να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις μιας αντικειμενικότερης εφαρμογής του νόμου, δεδομένου ότι πολλά εξ αυτών δημιουργούν διαφορετικούς όρους και κριτήρια για την αξιολόγηση μεταξύ των συναδέλφων. Είναι πρόδηλο ότι αυτές οι ρυθμίσεις ανατρέπουν μια ισόνομη και δίκαια κατά το δυνατόν κρίση, πέραν του υποκειμενισμού που παρεισφρέει αναπόδραστα σε τέτοιες διαδικασίες η οποία εν τέλει ναρκοθετεί το κλίμα και τις προσωπικές σχέσεις στους χώρους εργασίας, με αποτέλεσμα την υπονόμευση της εν γένει λειτουργίας των υπηρεσιών. Ανάλογη δυσάρεστη εμπειρία έχουμε και από προηγούμενες διαδικασίες αξιολόγησης, που δεν ήταν απότοκη μόνο του υποχρεωτικού και εκ προοιμίου προσδιορισμένου 15% των ανεπαρκών του νόμου 4250, αλλά και άλλων, συναφών με τις τωρινές, διατάξεις.

    Θεωρούμε ότι οποιαδήποτε αξιολόγηση στο δημόσιο που στοχεύει πραγματικά στην αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών:

    Προϋποθέτει πάνω από όλα μια ενιαία μόνιμη για όλους σχέση εργασίας και όχι προσωπικό τριών και τεσσάρων κατηγοριών.

    Προϋποθέτει την κατάργηση των ελαστικών σχέσεων εργασίας, την απομάκρυνση των εργολάβων και την πρόσληψη μόνιμου προσωπικού για την κάλυψη των τεράστιων κενών που υπάρχουν.

    Προϋποθέτει ότι το προσωπικό μέσα από μια καθολική συστηματική διαδικασία και όχι αποσπασματικά θα επιμορφώνεται για να ανταποκριθεί στις σύγχρονες ανάγκες του λαού και του τόπου. Δεν αποτελεί λύση η υπέρμετρη πριμοδότηση των λεγόμενων επιτελικών στελεχών και η δημιουργία μιας ελίτ δημοσίων υπαλλήλων.

    Σε κάθε περίπτωση διατρανώνουμε την αντίθεση μας, σε κάθε αξιολόγηση η οποία συνδέεται έστω και εμμέσως με τη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, με την κινητικότητα, με τον μισθό ή με τη δημιουργία δεξαμενών προς απόλυση υπαλλήλων.

    Αντιστρατευόμαστε κάθε αξιολόγηση που διαπνέεται από λογικές υποταγής και χειραγώγησης των εργαζομένων και συμπλέκεται με αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις στο δημόσιο, καταργήσεις οργανικών θέσεων, καταργήσεις φορέων που εξυπηρετούν ανάγκες του λαού και ενισχύουν το κράτος πρόνοιας.  

    Με τον πλέον εμφατικό τρόπο τονίζουμε την αντίθεση μας στην προώθηση ιδιωτικοποιήσεων στο δημόσιο τομέα. Αντιθέτως διεκδικούμε την ενίσχυση των δημόσιων δομών, της υγείας, της παιδείας, της κοινωνικής πρόνοιας, μέσα από προσλήψεις νέου προσωπικού με μόνιμη σχέση εργασίας, δεδομένου ότι οι ανάγκες σε προσωπικό σε πολλούς και ευαίσθητους τομείς του δημοσίου είναι εξαιρετικά επιτακτικές.

    Πιστεύουμε ότι πρέπει, μέσα και από αυτήν τη διαδικασία, να αναδειχθούν οι ρωγμές που έχουν δημιουργήσει οι μνημονιακές κυβερνητικές πολιτικές στο δημόσιο με τις δραματικές περικοπές κονδυλίων, να εντοπιστούν οι ανεπάρκειες των δομών, οι παθογένειες, οι στρεβλώσεις, η πολυνομία, η υποστελέχωση, η αναξιοκρατία και όλα αυτά που ταλανίζουν τους πολίτες αλλά και τους εργαζόμενους στο δημόσιο.  

    Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω το Κεντρικό Συμβούλιο της Ομοσπονδίας μας στη συνεδρίαση του στις 27-3-2017 αποφάσισε κατά πλειοψηφία να ζητήσει από τα συναρμόδια υπουργεία Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Παιδείας να μεταθέσουν χρονικά την εφαρμογή του, μέχρις ότου αλλάξουν τα σημεία που επισημαίνουμε  αναφορικά με το νόμο, για να μπορεί να υπάρξει και από την πλευρά μας συνέργεια στην υλοποίηση του. Σε διαφορετική περίπτωση θα επανεξετάσουμε τη στάση μας και θα προκρίνουμε μια συνολική άρνηση-αγώνα κατά της εφαρμογής του.

    Κρίναμε σκόπιμο να φωτίσουμε μέσα από το παρόν κείμενο- ανακοίνωση τα σημεία που θεωρούμε τα πλέον επίμαχα και καλούμε τους πρωτοβάθμιους συλλόγους, να συνεδριάσουν το ταχύτερο δυνατόν και να εκφράσουν τη θέση τους αναφορικά με το νόμο για τις αξιολογήσεις.

    Θεωρούμε κρίσιμη και καθοριστική τη στάση των συναδέλφων, διότι ο συγκεκριμένος νόμος πέραν των γενικότερων χαρακτηριστικών του στην πράξη εξατομικεύεται. Γι’  αυτό ακριβώς και καλούμαστε όλοι μαζί αλλά και ο καθένας κατά την ευθύνη που του αναλογεί, να πάρουμε υπεύθυνα θέση μέσα από τις συνεδριάσεις των οργάνων μας.

    Παρακαλούμε τους συλλόγους να συνεδριάσουν άμεσα στο πλαίσιο των συνελεύσεων τους και να αποστείλουν τη θέση τους στην Ομοσπονδία.

    Με αγωνιστικούς Χαιρετισμούς

    Το Κεντρικό Συμβούλιο της Ο.Δ.Π.Τ.Ε.